Η τενοντίτιδα ώμου συχνά αναφέρεται ως τενοντίτιδα υπερακανθίου ή περιαρθρίτιδα του ώμου και είναι η πιο συχνήτενοντίτιδα-ώμου πάθηση του ασθενή που προσέρχεται με πόνο στον ώμο.
Το 7%-34% των ενηλίκων, συχνότερα γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 45 ετών και λιγότερο συχνά οι νεότεροι ενήλικες παρουσιάζουν περιστασιακά πόνο από πρόβλημα στον ώμο.
Aνεξάρτητα από το είδος της θεραπευτικής αντιμετώπισης, η πάθηση είναι συχνά δυσμενής όσον αφορά την συνέχιση της εργασίας.
Ένα χρόνο μετά την εκδήλωση της πάθησης ένας στους τρεις ασθενείς με τενοντίτιδα ώμου συνεχίζει να έχει κάποιο περιορισμό κινητικότητας ή και πόνο.
Το 1983 ο Neer ανέπτυξε την θεωρία του συνδρόμου υπακρωμιακής πρόσκρουσης, το οποίο προκαλείται ή επιδεινώνεται από την επαφή μεταξύ του ακρωμίου και των τενόντων του στροφικού πετάλου κατά την ανύψωση του ώμου.
Ωστόσο, με την βελτίωση των απεικονιστικών μεθόδων και την αρθροσκόπηση, δεν φαίνεται πάντα να σχετίζονται τα συμπτώματα με την ανατομία του ώμου και τα φορτία που δέχονται οι τένοντες κατά τις κινήσεις του ώμου. Περισσότερη σημασία δίνεται, πλέον, στον ρόλο της εκφύλισης των τενόντων που οδηγεί σε ρήξεις.
Για το λόγο αυτό, περισσότερο πλέον χρησιμοποιείται, ο όρος σύνδρομο υπακρωμιακού πόνου, που περιγράφει καλύτερα όλα τα μη τραυματικά, συνήθως μονόπλευρα προβλήματα του ώμου που προκαλούν πόνο εντοπισμένο γύρω από το ακρώμιο, ο οποίος συχνά επιδεινώνεται κατά την διάρκεια της ανύψωσης του ώμου ή μετά από αυτή.
Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται η ορογονοθυλακίτιδα, τενοντίτιδα υπερακανθίου, μερική ρήξη του στροφικού πετάλου, τενοντίτιδα δικεφάλου ή εκφύλιση του τενοντίου πετάλου.
Πολλές συντηρητικές θεραπείες έχουν εφαρμοσθεί (αντιφλεγμονώδη, ακινητοποίηση, τοπική έγχυση κορτιζόνης, φυσιοθεραπεία) με διαφορετικά μικρής ή μεγαλύτερης διάρκειας αποτελέσματα.

Το PRP (πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια που λαμβάνεται με απλή αιμοληψία και φυγοκέντρηση του αίματος του ασθενή στο ιατρείο), έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς ως θεραπεία σε διάφορες τενοντίτιδες και αποτελεί πλέον την πιο ασφαλή και αποτελεσματική τεχνική για την θεραπεία της τενοντίτιδας του στροφικού πετάλου (κύρια υπερακανθίου,) του ώμου με ή χωρίς μερική ρήξη.

Η μελέτη που ανακοινώθηκε στο Συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας των Ορθοπαιδικών Χειρουργών, επιλέχθηκε ως το καλύτερο επιστημονικό πόστερ στην κατηγορία ώμου-αγκώνα με τον τίτλο: “Η έγχυση PRP ως εναλλακτική θεραπεία για την τενοντίτιδα του ώμου”.
Στην μελέτη συμπεριλήφθησαν 204 ασθενείς με τενοντίτιδα ώμου και δυσχερή λειτουργικότητα και πόνο που περιόριζε την κινητικότητα.
Στην ομάδα των 102 ασθενών του PRP έγιναν τοπικά ενέσεις PRP στον τένοντα του υπερακανθίου. Στους υπόλοιπους 102 ασθενείς έγινε υπακρωμιακή έγχυση 80mg κορτιζόνης (μεθυλπρεδνιζολόνης) στον υπακρωμιακό χώρο.
Τρεις μήνες μετά την έγχυση, τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντική κλινική βελτίωση ως προς τον πόνο και την κινητικότητα και στις 2 ομάδες ασθενών.

Αν και οι ασθενείς με τενοντίτιδα ώμου που υπέβληθησαν σε ένεση κορτιζόνης είχαν αρχικά καλύτερα αποτελέσματα, τελικά η κλινική βελτίωση ήταν σαφώς ανώτερη στην ομάδα του PRP.

Επιπλέον, το PRP είχε σαφώς καλύτερα αποτελέσματα στην κινητικότητα του ώμου με πολύ βελτιωμένη την πρόσθια κάμψη, την απαγωγή και την έσω στροφή σε σύγκριση με την κορτιζόνη.
Πιο συγκεκριμένα, η βελτίωση ήταν συνολικά 67,7% στην ομάδα του PRP έναντι 24,9% στην ομάδα της κορτιζόνης.
Παράλληλα, 1 χρόνο μετά τις εγχύσεις, μόνο 3 από τους 102 ασθενείς που υπεβλήθησαν σε ενέσεις PRP χρειάστηκαν χειρουργική επέμβαση. Αντίθετα, 48 ασθενείς από την ομάδα της κορτιζόνης οδηγήθηκαν στο χειρουργείο.

Συμπερασματικά, η θεραπεία με ενέσεις PRP μειώνει κατά 16 φορές την πιθανότητα χειρουργικής επέμβασης στην τενοντιτίτιδα ώμου σε σύγκριση με τις ενέσεις κορτιζόνης.
Ως εκ τούτου, το PRP, καθότι προέρχεται από το αίμα του ίδιου του ασθενή μετά από απλή αιμοληψία και φυγοκέντρηση στο χώρο του ιατρείου, αποτελεί μια απλή και ασφαλή εναλλακτική θεραπεία με εξαιρετική αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με το κόστος, σαφώς ανώτερη από τις ενέσεις κορτιζόνης για την συμπτωματική τενοντίτιδα ώμου.