Η οστεοπόρωση σε νεότερες γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση, αποτελεί μία ιδιαίτερη κλινική κατάσταση καθώς παραδοσιακά θεωρείται νόσος της τρίτης ηλικίας και κυρίως των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση.  Ωστόσο, είναι γνωστό ότι η απώλεια οστικής πυκνότητας μπορεί να ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, στην ηλικία των 30 ετών.

Πιο συγκεκριμένα, οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χαρακτηρίζονται πως έχουν σοτεοπόρωση όταν:

  • Παρατηρούνται κατάγματα χαμηλής βίας ή ευθραυστότητας
  • Ιδιαίτερα, αναφέρεται όταν συμβαίνουν πολλαπλά κατάγματα ή κατάγματα που αφορούν ανατομικές περιοχές, όπως η σπονδυλική στήλη ή το ισχίο.
  • Υπάρχει κάποια  αιτία (δευτεροπαθής) που προκαλεί οστική απώλεια και κάταγμα.

Σε περιπτώσεις  που παρατηρείται χαμηλής βίας κάταγμα, χωρίς να ανευρίσκεται κάποια αιτία, η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται ιδιοπαθής.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να αποκλείονται άλλες αιτίες που δεν σχετίζονται με οστεοπόρωση, όπως οστικές βλάβες ή οστεομαλακία.

Καθώς ο ορισμός της οστεοπόρωσης στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες δεν αναφέρεται  στην μέτρηση οστικής πυκνότητας, δεν θα πρέπει να γίνεται σαν εξέταση ρουτίνας σε γυναίκες που βρίσκονται σε προεμμηνοπαυσιακή περίοδο.

Πράγματι, η χαμηλή οστική πυκνότητα με Z-score μικρότερο ή ίσο με -2,0 χωρίς να υπάρχει κάταγμα ευθραυστότητας ή αιτίες οστικής απώλειας δεν ορίζεται ως οστεοπόρωση, αλλά ως ιδιοπαθής χαμηλή οστική πυκνότητα ή οστική πυκνότητα μικρότερη από το αναμενόμενο εύρος για την ηλικία της γυναίκας. Και αυτό γιατί δεν είναι γνωστή η συσχέτιση της χαμηλής οστικής πυκνότητας αυτών των γυναικών με τον κίνδυνο κατάγματος.

Ποιες αιτίες σχετίζονται με οστεοπόρωση σε νεότερες γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση;

Η πρώιμη έναρξη οστεοπόρωσης είναι συνήθως πολυπαραγοντική και οφείλεται τόσο σε πρωτοπαθείς, όσο και δευτεροπαθείς αιτίες που οδηγούν σε ευθραυστότητα.

Οι περισσότερες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με χαμηλή οστική πυκνότητα ή οστεοπόρωση έχουν μια αναγνωρισμένη δευτεροπαθή αιτία που σχετίζεται με οστική απώλεια. Πρόκειται για μια επίκτητη δευτεροπαθή κατάσταση ή έκθεση σε φάρμακο που προδιαθέτει σε οστική απώλεια ή ευθραυστότητα.

Σε άλλες περιπτώσεις, υπάρχουν γενετικές ή αναπτυξιακές διαταραχές που οδηγούν σε ευθραυστότητα των οστών. Τέτοιες αιτίες είναι η ατελής οστεογένεση και το σύνδρομο Ehlers Danlos.

Στις περιπτώσεις ιδιοπαθούς χαμηλής οστικής πυκνότητας είτε ιδιοπαθούς οστεοπόρωσης που δεν ανευρίσκεται κάποια αιτία χαμηλής οστικής πυκνότητας ή κατάγματος χαμηλής βίας αντίστοιχα ενδέχεται:

  •  Μια δευτεροπαθής αιτία να μην έχει ακόμα αναγνωριστεί ή να υπήρχε παροδικά στο παρελθόν και οδήγησε σε οστική απώλεια.
  • Μια πρωτοπαθής αιτία να μην έχει ακόμα ταυτοποιηθεί.
  • Μπορεί να μην επιτεύχθηκε η βέλτιστη κορυφαία οστική πυκνότητα σε νεαρή ηλικία.

Διαγνωστική προσέγγιση

Ακόμα και στην περίπτωση που προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έχουν φυσιολογική οστική πυκνότητα, αν έχουν υποστεί κάταγμα ευθραυστότητας, θα πρέπει να κάνουν εξετάσεις για πιθανές αιτίες οστεοπόρωσης.

Γυναίκες με χαμηλή οστική πυκνότητα θα πρέπει επίσης να υποβάλλονται σε εξετάσεις.

Γυναίκες που έχουν γνωστή πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή αιτία οστικής απώλειας ή ευθραυστότητας θα πρέπει να κάνουν εξετάσεις για να αποκλειστούν και άλλες αιτίες.

οστεοπόρωση-σε-νεότερες-γυναίκες-διάγνωσηΗ αρχική αξιολόγηση περιλαμβάνει το ιστορικό της ασθενούς, την κλινική εξέταση αλλά και εργαστηριακές εξετάσεις.

Α. Το ιστορικό της ασθενούς
Περιλαμβάνει την ηλικία της πρώτης εμμήνου ρύσεως, αν υπάρχει ολιγομηνόρροια ή αμηνόρροια, προηγούμενη εγκυμοσύνη ή θηλασμό, τις διαιτητικές συνήθειες, κάπνισμα, αλκοόλ και φάρμακα.
Επίσης εξετάζουμε αν υπάρχουν γαστρεντερικά συμπτώματα, άλλες παθήσεις, ιστορικό χειρουργικών επεμβάσεων, ιστορικό νεφρολιθίασης και οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης ή κατάγματος.

Β. Την κλινική εξέταση

Γ. Εργαστηριακές εξετάσεις

Εξετάσεις θα πρέπει να γίνονται για τη διάγνωση:

  • Υπερθυρεοειδισμού: μέτρηση TSH, Τ3, FΤ4  και άλλων εργαστηριακών δεικτών
  • Υπερπαραθυρεοειδισμού ή υποπαραθυρεοειδισμού (αν υπάρχει υπερασβεστιαιμία, υπασβεστιαιμία, υπερασβεστιουρία, υπασβεστιουρία ή ιστορικό νεφρολιθίασης): θα πρέπει να μετρώνται τα επίπεδα παραθορμόνης
    Αυξημένης αποβολής ασβεστίου στα ούρα (ιδιοπαθής υπερασβεστιουρία): μέτρηση ασβεστίου και κρεατινίνης ούρων εικοσιτετραώρου.
  • Ηπατικής ή νεφρικής πάθησης: εξετάσεις εκτίμησης ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας
  • Υπερκορτιζολαιμίας (για πιθανό σύνδρομο Cushing): θα πρέπει να μετρώνται τα επίπεδα κορτιζόλης στα ούρα εικοσιτετραώρου ή να γίνονται και άλλες εξετάσεις.
  • Πρώιμης εμμηνόπαυσης (όταν υπάρχει ολιγομηνόρροια ή αμηνόρροια και έχει αποκλειστεί η περίπτωση εγκυμοσύνης ή υπερπρολακτιναιμίας): θα πρέπει να γίνεται μέτρηση των επιπέδων οιστραδιόλης και γοναδοτροπίνης
  • Κοιλιοκάκης (σε περίπτωση αναιμίας, χαμηλής αποβολής ασβεστίου στα ούρα και χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D): μέτρηση επιπέδων αντισωμάτων ιστικής τρανσγλουταμινάσης
  • Αλλων μορφών δυσαπορρόφησης του εντέρου
  • Φλεγμονώδους αρθρίτιδας

Δ. Απεικονιστικές εξετάσεις

Θα πρέπει να γίνονται για να αποκλειστούν άλλες αιτίες εκτός από οστεοπόρωση που προκαλούν κάταγμα ευθραυστότητας. Τέτοιες αιτίες είναι:

  • Η οστεομαλακία (λόγω πολύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D) και άλλες παθήσεις με διαταραχές επιμετάλλωσης
  • Παθολογικό κάταγμα από κακοήθεια ή άλλες οστικές βλάβες: Στην περίπτωση ασυνήθιστων
    καταγμάτων όσον αφορά τη θέση ή τον τύπο τους ή όταν η ασθενής είχε εντοπισμένο πόνο το προηγούμενο χρονικό διάστημα αντίστοιχα με το κάταγμα, θα πρέπει να γίνεται περαιτέρω απεικονιστικός ή άλλος έλεγχος

Πότε χρειάζεται γονιδιακός έλεγχος;

  • Σε γυναίκες με πρώιμη έναρξη οστεοπόρωσης ή οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης.
  • Σε γυναίκες με κατάγματα που ξεκινούν στην παιδική ηλικία
  • Σε σοβαρή οστεοπόρωση
  • Όταν υπάρχει Ιστορικό τραυματισμών των αρθρώσεων ή υπερκινητικότητας
  • Όταν παρατηρούνται ανωμαλίες των οδόντων